- χωροστάθμηση
- η, Ν(γεωδ.) η μέτρηση τών υψομετρικών διαφορών μεταξύ τών διαφόρων σημείων ορισμένης εδαφικής έκτασης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + στάθμη + κατάλ. -ση. Η λ., στον λόγιο τ. χωροστάθμησις, μαρτυρείται από το 1858 στον Λ. Καφταντζόγλου].
Dictionary of Greek. 2013.